- μεθοδεύω
- (ΑM μεθοδεύω) [μέθοδος]κάνω κάτι με μέθοδο, εκτελώ κάτι με σύστημα και με τέχνηνεοελλ.1. οργανώνω συστηματικά και εκ τού αφανούς κάτι επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, κατευθύνω, σκηνοθετώ («μεθοδεύουν φιλοτουρκική λύση τού κυπριακού»)2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μεθοδευμένος, -η, -οοργανωμένος μεθοδικά εκ τού αφανούς από κάποιον με ορισμένο σκοπό («επρόκειτο για μεθοδευμένη ενέργεια»)μσν.1. υποδεικνύω τη μέθοδο για κάτι, δίνω οδηγίες2. μελετώ καλά, αξιολογώ3. (σχετικά με αριθμ. πρόβλημα) υπολογίζω, επιλύωμσν.-αρχ.1. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, μηχανεύομαι, εξαπατώ («γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις», Ιουστιν.)2. παθ. μεθοδεύομαιθεραπεύομαιαρχ.1. εισπράττω φόρους2. αποκρούω ή απομακρύνω μεθοδικά3. κυβερνώ4. εκφράζω με λόγια5. διαστρεβλώνω λόγια.
Dictionary of Greek. 2013.